16.12.2025

Τα Πολλά Πρόσωπα της Κατάθλιψης

επιστροφή
Το κείμενο που ακολουθεί βασίζεται σε ομιλία που έδωσα στις 20 Νοεμβρίου 2025, στο πλαίσιο της επιστημονικής ημερίδας του Συλλόγου ΚΕΦΙ «Αντιμετωπίζοντας το Φαινομενικά Αδύνατο - Αφιέρωμα στην Παγκόσμια Ημέρα για τον Καρκίνο του Παγκρεάτος», η οποία πραγματοποιήθηκε κατά τη διάρκεια του πανελλήνιου συνεδρίου «Διεπιστημονική Προσέγγιση του Καρκίνου» της Ελληνικής Εταιρείας Μελέτης της Νόσου Ήπατος-Χοληφόρων-Παγκρέατος.

 

Η ομιλία έχει υποστεί ήπιες επεξεργασίες ώστε να μπορεί να διαβαστεί ως συνεχές κείμενο, διατηρώντας όμως τον πυρήνα της: την απόπειρα κατανόησης της ανθρώπινης εμπειρίας της κατάθλιψης. Ορισμένα στοιχεία που αναφέρονται παρακάτω βασίζονται σε συγκεκριμένες επιστημονικές πηγές, οι οποίες παρουσιάζονται αναλυτικά στο τέλος του άρθρου. Άλλα σημεία, περισσότερο υπαρξιακά και θεραπευτικά, προέρχονται από τη δική μου κλινική εμπειρία και από τρόπους σκέψης, και λόγια, που έχουν διαμορφωθεί μέσα από μελέτη σχετικής βιβλιογραφίας. Για αυτά, παρατίθεται και μια ενδεικτική φιλοσοφική και ψυχοθεραπευτική βιβλιογραφία ως πλαίσιο αναφοράς και προσανατολισμού.

 

Οι προσωπικές ιστορίες που περιλαμβάνονται στο κείμενο χρησιμοποιούνται με ρητή άδεια των ανθρώπων που τις μοιράστηκαν. Η ανωνυμία τους έχει διαφυλαχθεί απόλυτα, και όπου κρίθηκε απαραίτητο έχουν γίνει τροποποιήσεις, ώστε να προστατευτεί η ταυτότητά τους.

 

Τα Πολλά Πρόσωπα της Κατάθλιψης

 

Υπάρχουν πλευρές της ασθένειας που δεν αποτυπώνονται σε αιματολογικές εξετάσεις ή σε απεικονιστικά ευρήματα, αλλά επηρεάζουν βαθιά την καθημερινότητα και τον τρόπο με τον οποίο ένας άνθρωπος βιώνει τη ζωή του. Μία από αυτές είναι η εμπειρία της κατάθλιψης, όταν η ύπαρξη συναντά κάτι που μοιάζει φαινομενικά αδύνατο - ιδίως όταν αυτό συμβαίνει μαζί με μια διάγνωση καρκίνου του παγκρέατος.

 

Για να προσεγγίσουμε αυτή την εμπειρία, δεν αρκεί ούτε μια αμιγώς βιολογική, ούτε μια καθαρά ψυχολογική οπτική. Χρειάζεται να στραφούμε σε έναν ενδιάμεσο χώρο όπου αυτά τα δύο επίπεδα διασταυρώνονται· εκεί όπου το «τι συμβαίνει στο σώμα μου» συναντά το «τι σημαίνει αυτό για εμένα».

 

Πρόκειται για μια περιοχή δύσκολη, μεταβατική, συχνά μετέωρη - και είναι ακριβώς εκεί που ο άνθρωπος καλείται να ζήσει, να κατανοήσει και να νοηματοδοτήσει την εμπειρία της ασθένειας.

 

Η Στιγμή της Διάγνωσης

 

 

            Για πολλούς ανθρώπους - ή τουλάχιστον για όσους έχω συναντήσει εγώ - η στιγμή της διάγνωσης αποτελεί ένα σημείο καμπής. Ο τρόπος ζωής που μέχρι τότε θεωρούσαν δεδομένο διακόπτεται απότομα· ο άξονας γύρω από τον οποίο περιστρεφόταν η καθημερινότητά τους μετατοπίζεται. Το σώμα γίνεται ξαφνικά πιο ορατό και πιο εύθραυστο. Ο χρόνος αλλάζει ρυθμό. Οι σκέψεις παίρνουν νέα κατεύθυνση. Η καθημερινότητα χάνει την αυτοματοποιημένη της βεβαιότητα.

 

Η διάγνωση διακόπτει αυτό το «σωματικό και ψυχικό αυτονόητο» και δημιουργεί μια νέα, συχνά ανεπιθύμητη, εγγύτητα με τον εαυτό. Ό,τι μέχρι χθες περνούσε απαρατήρητο —η αναπνοή, η ενέργεια, η διάθεση, ο ύπνος, η όρεξη— τώρα απαιτεί προσοχή· γίνεται αντικείμενο παρατήρησης και επαναδιαπραγμάτευσης. Ξεκινάει μια διαδικασία επανατοποθέτησης: ο άνθρωπος καλείται να ξαναδιαβάσει την ύπαρξή του από την αρχή, να προσαρμοστεί σε έναν ρυθμό που δεν διάλεξε. Και αυτή η διαδικασία δημιουργεί μια εσωτερική μετατόπιση - μια αίσθηση ότι κάτι έχει αλλάξει σε βάθος, πριν ακόμη μπορέσει να ειπωθεί.

 

Αυτή η μετατόπιση, η αλλαγή στη σχέση μας με τον χρόνο και τον εαυτό, γίνεται συχνά το έδαφος πάνω στο οποίο εμφανίζονται ο φόβος, η ανησυχία ή η κατάθλιψη. Διότι η ξαφνική επίγνωση του υπέρτατου ορίου - του θανάτου - έχει, αφενός, τη δυνατότητα να αφυπνίσει την ύπαρξη, αλλά αφετέρου, συνήθως τη βυθίζει πρώτα σε σιωπή. Και μέσα σε αυτή τη σιωπή, πριν καν αναδυθεί το συναίσθημα, το βίωμα αρχίζει να ανοίγει τον δικό του δρόμο.

 

Γνωρίζω - Aισθάνομαι;

Μια ασθενής, με την οποία συναντίομασταν στα πλαίσια της ψυχολογικής υποστήριξης που παρέχει ο σύλλογος, περιέγραφε συχνά δυσκολίες στον ύπνο. Δεν μπορούσε να αποκοιμηθεί, και ακόμη κι όταν ένα χάπι τη βοηθούσε προσωρινά, ξυπνούσε λίγο αργότερα μέσα σε πανικό. Δεν μπορούσε να εξηγήσει το γιατί.

 

«Νιώθω τόσο εξαντλημένη κάθε μέρα… πώς γίνεται να μην πέφτω ξερή;»

 

Ώσπου, μια μέρα, σχεδόν αιφνιδιασμένη από τη σαφήνεια της ίδιας της σκέψης της, μου είπε:

 

«Κατάλαβα κάτι σχεδόν αστείο - δεν ξέρω πώς δεν το είχα σκεφτεί.

Φοβάμαι να κοιμηθώ.

Δεν ξέρω πού θα ξυπνήσω, πού θα είμαι.

Στο σπίτι; Στο κρεβάτι; Στο νοσοκομείο;

Τι θα αντικρίσω; Τους δικούς μου; Γιατρούς;

Κι αν δεν αντικρίσω κανέναν;

Κι αν δεν αντικρίσω τίποτα;

Κι αν… δεν ξυπνήσω;»

 

Παρότι είχαμε μιλήσει πολλές φορές για τον φόβο του θανάτου, ήταν η πρώτη φορά που μπορούσε πραγματικά να τον αισθανθεί. Εκείνη τη στιγμή, μπόρεσε να δει - και να αισθανθεί - πως ο φόβος αυτός είχε περάσει μέσα στις πιο καθημερινές της πράξεις - ακόμα και στον ύπνο της.

 

«Το ήξερα ότι φοβάμαι τον θάνατο», μου είπε.

«Αλλά δεν είχα αντέξει να το νιώσω.»

 

Όλοι και όλες - με κάποιο τρόπο - γνωρίζουμε ότι φοβόμαστε τον θάνατο. Αλλά πόσο συχνά επιτρέπουμε στον εαυτό μας να αισθανθεί πραγματικά αυτόν τον φόβο; Και πόσο συχνά χρειάζεται να το κάνουμε για να καταλάβουμε τι μας συμβαίνει;

 

Η κατανόηση δεν εξαφανίζει τον φόβο, αλλά του δίνει θέση.

Και αυτό, πολλές φορές, είναι μια μορφή αντοχής:

η ικανότητα να σταθεί κανείς κοντά στο συναίσθημά του χωρίς να χαθεί μέσα σε αυτό.

 

Κάπως έτσι ανοίγει και το ερώτημα:

Τι εννοούμε όταν μιλάμε για «κατάθλιψη» σε ένα τέτοιο πλαίσιο;

 

Μία Λέξη, Πολλές Αλήθειες

 

Θα σταθώ στο πώς καταλαβαίνω εγώ την κατάθλιψη.

 

Η κατάθλιψη δεν αποτελεί ποτέ μία και ενιαία εμπειρία· εμφανίζεται με πολλά πρόσωπα και διαφορετικές αιτίες. Αυτό ισχύει τόσο σε συνθήκες σοβαρής ασθένειας όσο και σε περιόδους της ζωής όπου δεν υπάρχει κάποια συγκεκριμένη σωματική δυσκολία. Στον καρκίνο του παγκρέατος, ειδικότερα, αυτή η πολυπλοκότητα γίνεται ακόμη πιο εμφανής.

 

Η κατάθλιψη, ή αυτό που τείνουμε να ονομάζουμε κατάθλιψη, μπορεί να εμφανίζεται ως:

            •           μια φυσιολογική ανθρώπινη αντίδραση στη διάγνωση,

            •           σύμπτωμα της ίδιας της νόσου,

            •           προϋπάρχουσα κατάσταση που τώρα φωτίζεται αλλιώς,

            •           αναμενόμενη συναισθηματική πτώση λόγω κόπωσης, αβεβαιότητας, πόνου ή ταλαιπωρίας,

            •           μια ψυχική παύση που επιτρέπει στον άνθρωπο να αφομοιώσει το σοκ, το ασύλληπτο, το φαινομενικά αδύνατο.

 

Η πολλαπλότητα αυτών των μορφών δεν αποτελεί σύγχυση· αποτελεί την πραγματικότητα.

Οι ψυχικές αντιδράσεις απέναντι στον καρκίνο δεν υπακούν σε ένα «ορθό» μοντέλο, ούτε εκτυλίσσονται με τρόπο προβλέψιμο.

 

Η δυσκολία προκύπτει όταν όλα αυτά τα διαφορετικά πρόσωπα περιγράφονται από την ίδια λέξη: κατάθλιψη. Μια λέξη που μπορεί να περιγράφει βιολογικές διεργασίες, φυσιολογικές συναισθηματικές αντιδράσεις, ή βαθύτερες υπαρξιακές μετατοπίσεις. Και ταυτόχρονα, έναν τρόπο με τον οποίο ο άνθρωπος προσπαθεί να σταθεί απέναντι σε αυτό που - σε πρώτη ματιά - μοιάζει αδιανόητο.

 

λήθεια, πρώτη)

 

            Στον καρκίνο του παγκρέατος, η κατάθλιψη μπορεί να εμφανιστεί ακόμη και πριν από τη διάγνωση, ως ένα πρώιμο σύμπτωμα. Πριν γίνουν ορατές οι σωματικές ενδείξεις της νόσου, αρκετοί άνθρωποι βιώνουν μια ανεξήγητη συναισθηματική πτώση: μια διάχυτη δυσφορία, απώλεια ενδιαφέροντος, μια επίμονη εσωτερική βαρύτητα που μοιάζει να μην έχει προφανή αιτία.

 

Αργότερα - και συχνά μόνο τότε - εμφανίζονται τα πιο «τυπικά» σωματικά συμπτώματα όπως ο πόνος στην πλάτη, η ναυτία, η απώλεια βάρους, η κόπωση ή η ανορεξία. Σε τέτοιες περιπτώσεις, η συναισθηματική μεταβολή δεν αποτελεί απλώς ψυχολογική αντίδραση· μπορεί να είναι μέρος της ίδιας της ασθένειας.

 

Και αυτή η κατανόηση, όσο παράδοξο κι αν ακούγεται, μπορεί να λειτουργήσει ανακουφιστικά. Όχι επειδή η πραγματικότητα γίνεται πιο εύκολη, αλλά επειδή αποκτά εξήγηση. Το «δεν φταίω εγώ που νιώθω έτσι» μειώνει την ενοχή, επανατοποθετεί το βίωμα μέσα σε ένα πλαίσιο και επιτρέπει στον άνθρωπο να αναπτύξει μια πιο ήπια, λιγότερο αυτοεμπλεκόμενη ματιά προς τον εαυτό του. Αυτός ο μικρός εσωτερικός επαναπροσανατολισμός μπορεί, συχνά, να αποτελέσει πηγή δύναμης στην πορεία της ασθένειας.

 

Μιλούσα πρόσφατα με έναν θεραπευόμενο που έχει καρκίνο του παγκρέατος. Του περιέγραφα τις σκέψεις που διαμόρφωναν αυτή την ομιλία και μου είπε:

 

«Αλέξανδρε, εγώ δεν έπεσα σε κατάθλιψη όταν έμαθα ότι έχω καρκίνο.

Την είχα ήδη.

Και όταν μου είπαν ότι στον παγκρεατικό καρκίνο αυτό είναι συχνό σύμπτωμα… ανακουφίστηκα.»

 

Τον ρώτησα τι ήταν αυτό που του έφερε ανακούφιση.

 

Μου απάντησε:

 

«Ότι δεν έφταιγα εγώ.

Ότι δεν άλλαξε ξαφνικά ο τρόπος που βίωνα τη ζωή, ο τρόπος που έβλεπα τον κόσμο.

Ότι κάτι στο σώμα μου, το προκαλούσε.»

 

Η ανακούφιση δεν προκύπτει πάντα από την αισιοδοξία.

Πολλές φορές προκύπτει από το νόημα - από μια εξήγηση που μειώνει τη μοναξιά του ανεξήγητου. Όταν κάτι που φαινόταν σαν προσωπική «αδυναμία» αποδεικνύεται μέρος της ασθένειας, ο άνθρωπος μπορεί να σταθεί διαφορετικά απέναντι στον εαυτό του∙ με λιγότερη ενοχή, με μεγαλύτερη συμπόνοια, με περισσότερη κατανόηση για το τι του συμβαίνει.

 

(αλήθεια, δεύτερη)

 

            Ένα άλλο πρόσωπο της κατάθλιψης είναι αυτό της αντίδρασης — η ψυχική απάντηση απέναντι σε κάτι που μοιάζει φαινομενικά αδύνατο να το εμπεριέξουμε. Πρόκειται για μια μορφή πτώσης που συναντώ συχνά σε ανθρώπους οι οποίοι βρίσκονται αντιμέτωποι με μια πρόσφατη διάγνωση. Με αγωνία περιγράφουν πως το μόνο που θέλουν είναι να κλαίνε, να μένουν στο κρεβάτι ή στον καναπέ, να μη βλέπουν κανέναν, να μη τρώνε, να μη κάνουν τίποτα. Συχνά το αφηγούνται σαν ακόμη ένα πρόβλημα, σαν ακόμη ένα «λάθος» που έχουν κάνει.

 

Κι όμως, αυτή η πτώση είναι βαθιά ανθρώπινη. Δεν αποτελεί ένδειξη παθολογίας· αποτελεί ένδειξη ότι ο άνθρωπος προσπαθεί να συλλάβει το μέγεθος της αλλαγής. Όταν αυτή η αντίδραση αναγνωρίζεται ως φυσιολογική, συνήθως φέρνει ανακούφιση: το να ακούσει κάποιος ότι «είναι εντάξει» να μη μπορεί να σηκωθεί, να κλαίει, να δυσκολεύεται να λειτουργήσει, λειτουργεί συχνά προστατευτικά. Εμποδίζει την αρχική πτώση από το να παγιωθεί σε ένα χρόνιο σκοτάδι.

 

Ο στόχος δεν είναι να εξαφανίσουμε τα φυσιολογικά συναισθήματα, αλλά να τα τοποθετήσουμε. Να δημιουργήσουμε έναν χώρο όπου μπορούν να υπάρξουν χωρίς ενοχή, χωρίς πανικό, χωρίς τον φόβο ότι «κάτι πάει στραβά». Γιατί το συναίσθημα, όταν έχει χώρο, μπορεί να κινηθεί· όταν δεν έχει χώρο, μένει στάσιμο και βαραίνει.

 

(αλήθεια, τρίτη)

 

            Στην ψυχοογκολογία υπάρχει ένας όρος που περιγράφει μια εμπειρία συχνή, αλλά συχνά παρεξηγημένη: η «υπαρξιακή δυσφορία». Ο όρος αυτός δημιουργήθηκε για να αποδώσει μια ψυχική κατάσταση που δεν ταιριάζει ούτε στα κριτήρια της κατάθλιψης ούτε σε κάποια άλλη ψυχιατρική κατηγορία, και όμως εμφανίζεται έντονα σε ανθρώπους που αντιμετωπίζουν μια σοβαρή ασθένεια.

 

Αυτό που αναδύεται δεν είναι απαραίτητα ένα κλινικό σύμπτωμα. Είναι μια διατάραξη της σχέσης του ανθρώπου με τη ζωή του: ένα αίσθημα ότι οι νοηματοδοτήσεις που λειτουργούσαν μέχρι χθες δεν επαρκούν πια. Παρότι δεν πληρούνται τα κριτήρια της κατάθλιψης, πολλοί άνθρωποι περιγράφουν απώλεια νοήματος, αποπροσανατολισμό, φόβο θανάτου, μείωση της αυτονομίας, μια βαθιά μετατόπιση στην εικόνα του εαυτού.

 

Δεν πρόκειται για παθολογία. Πρόκειται για μια υπαρξιακή μετατόπιση· για τον τρόμο και την αμηχανία που προκαλεί το γεγονός ότι η πραγματικότητα έχει αλλάξει χωρίς να το ζητήσει κανείς. Ο άνθρωπος καλείται να επαναδιαπραγματευτεί τη θέση του απέναντι στον χρόνο, στο σώμα του, στις προτεραιότητες και στις σχέσεις του. Όσα ήταν σταθερά μοιάζουν τώρα ρευστά, η καθημερινότητα χάνει το νόημά της, και τα θεμελιώδη ερωτήματα επανεμφανίζονται ζητώντας (νέες) απαντήσεις.

 

Κι όμως, όσο επώδυνη κι αν είναι, η εμπειρία αυτή συχνά γίνεται το σημείο όπου κάτι μέσα μας αλλάζει κατεύθυνση. Η υπαρξιακή δυσφορία δεν είναι μόνο το βίωμα της εσωτερικής ρωγμής. Είναι και η αρχή μιας διαδικασίας αναζήτησης: Πώς ξαναβρίσκω τον προσανατολισμό μου; Τι έχει νόημα τώρα; Πώς μπορώ να σταθώ μέσα σε μια ζωή που άλλαξε χωρίς να το επιλέξω;

 

Με αυτή την έννοια, δεν είναι μια ένδειξη «αδυναμίας», αλλά μια ανθρώπινη απάντηση απέναντι στο απρόβλεπτο. Και ως τέτοια, χρειάζεται να αναγνωρίζεται, να ακούγεται και να μην παρερμηνεύεται.

 

Όλα αυτά οδηγούν σε μια κρίσιμη διαπίστωση:

Η κατάθλιψη - είτε εμφανίζεται ως σύμπτωμα, ως αντίδραση, είτε ως μια κατάσταση που προϋπάρχει - δεν βιώνεται ποτέ με τον ίδιο τρόπο από δύο ανθρώπους.

 

Η ίδια λέξη μπορεί να περιγράφει μια βιολογική μεταβολή, μια φυσιολογική ψυχική πτώση, ένα προϋπάρχον βάρος που τώρα αποκτά νέο νόημα, μια υπαρξιακή αναστάτωση ή μια ανάγκη για παύση και ανασυγκρότηση. Ο όρος «κατάθλιψη» συχνά λειτουργεί σαν ομπρέλα που καλύπτει πολύ διαφορετικές εσωτερικές εμπειρίες - και αυτός είναι ένας λόγος που η κατανόησή της απαιτεί προσοχή και λεπτότητα.

 

Η εμπειρία της κατάθλιψης δεν είναι αφηρημένη έννοια· είναι σχέση:

σχέση με το σώμα, σχέση με το παρελθόν, σχέση με τους ανθρώπους, σχέση με τον χρόνο που ανοίγεται μπροστά.

 

Δεν υπάρχει ένας «σωστός» τρόπος να νιώσει κανείς.

Υπάρχει μόνο ο δικός του τρόπος — η δική της πορεία, το δικό του νόημα.

 

Η αναγνώριση αυτής της υποκειμενικότητας δεν είναι θεωρητική θέση· είναι πρακτική ανάγκη.

Μας επιτρέπει να βλέπουμε τον άνθρωπο μέσα από το πώς εκείνος κατοικεί αυτό που του συμβαίνει. Μας βοηθά να κατανοήσουμε την κατάθλιψη όχι ως μια ενιαία κατάσταση, αλλά ως μια εμπειρία που παίρνει μορφή μέσα στην ιστορία, τις δυνάμεις και τις αντοχές κάθε ανθρώπου.

 

(αλήθεια, τέταρτη)

 

            Ωστόσο, είναι απαραίτητο να αναγνωρίσουμε τον ρόλο του χρόνου. Η αρχική απόσυρση μπορεί να εμφανιστεί με πολλούς τρόπους: ως αναμενόμενη αντίδραση, ως σύμπτωμα της νόσου, ως αντίδραση στο σοκ, ως υπαρξιακή αναστάτωση ή ως μια προσωρινή ανάγκη παύσης. Όλες αυτές οι μορφές είναι φυσιολογικές. Η δυσκολία αρχίζει όταν η απόσυρση επιμένει.

 

Όταν η ζωή αρχίζει να συρρικνώνεται γύρω από τον άνθρωπο· όταν ο κόσμος μικραίνει αντί να προσαρμόζεται. Σε εκείνο το σημείο δεν μιλάμε πια για φυσιολογική αντίδραση - εκεί χρειάζεται μια διαφορετική, πιο ολοκληρωμένη προσέγγιση.

 

Η χρονιότητα απαιτεί παρέμβαση: ψυχοθεραπεία, ψυχιατρική υποστήριξη όπου είναι απαραίτητη και ένα πλαίσιο που να δίνει χώρο, χωρίς όμως να ενθαρρύνει την παρατεταμένη απόσυρση. Ο στόχος δεν είναι να εξαφανιστεί κάθε δύσκολο συναίσθημα· είναι να μη στερεωθεί σε μια μορφή που απομακρύνει τον άνθρωπο από τη ζωή του. Η διάκριση ανάμεσα σε αυτό που είναι φυσιολογικό και σε αυτό που χρειάζεται παρέμβαση επιτρέπει μια πιο ανθρώπινη, πιο ολιστική φροντίδα.

 

Όταν η Στάση Αλλάζει την Εμπειρία.

Κάθε φορά που η ζωή μάς φέρνει μπροστά σε κάτι που μοιάζει ακατανόητο ή δυσβάσταχτο, αναδύεται μια αναστάτωση που δεν είναι μόνο συναισθηματική, αλλά βαθιά υπαρξιακή. Και τότε εμφανίζεται μια δύσκολη αλλά ουσιαστική αλήθεια: όταν δεν μπορούμε να αλλάξουμε την ίδια την κατάσταση, μπορούμε να αλλάξουμε τη στάση μας απέναντί της. Δεν πρόκειται για αισιόδοξη παρότρυνση. Είναι μια μορφή εσωτερικής προσαρμογής που ξεκινά αθόρυβα - συχνά μέσα στη σιωπή - και συνεχίζεται μέσα από μικρές, ανεπαίσθητες μετατοπίσεις.

 

Και κάπως έτσι αρχίζει να καλλιεργείται η αντοχή. Η λέξη «αντοχή» συχνά παρεξηγείται. Δεν αφορά τον ηρωισμό, ούτε μια προσπάθεια επιβολής στον εαυτό. Δεν σημαίνει «να μην λυγίσεις».

 

Στο πλαίσιο της θεραπευτικής πράξης και της ανθρώπινης εμπειρίας της ασθένειας, η αντοχή δηλώνει κάτι πολύ διαφορετικό: την ικανότητα να παραμένεις σε σχέση με αυτό που σου συμβαίνει, χωρίς να εγκαταλείπεις τον εαυτό σου. Είναι η δυνατότητα να κατοικείς την εμπειρία σου∙ να της επιτρέπεις να υπάρχει, χωρίς όμως να της παραχωρείς τον έλεγχο του ποιος είσαι.

Μια λεπτή ισορροπία ανάμεσα στην αποδοχή και στη διατήρηση μιας εσωτερικής συνέχειας.

 

Και, συχνά, αυτή η μορφή αντοχής δεν γεννιέται στη μοναξιά. Γεννιέται στη σχέση, στη συν-παρουσία∙ στην αίσθηση ότι δεν χρειάζεται να σταθεί κανείς μόνη ή μόνος απέναντι στο δύσκολο.

 

Εδώ βρίσκεται και ο πυρήνας της θεραπευτικής σχέσης.

Δεν είναι ένας χώρος όπου κάποιος «διορθώνει» και κάποιος «διορθώνεται».

Είναι ένας τόπος όπου δύο άνθρωποι προσπαθούν μαζί να αντέξουν το ανείπωτο -

να κατοικήσουν μια εμπειρία που συχνά μοιάζει ακατοίκητη,

να διατηρήσουν μια αίσθηση εαυτού μέσα στην αναστάτωση.

 

Στη θεραπεία δεν κάνουμε το αδύνατο δυνατό. Μαθαίνουμε να το αντέχουμε μαζί.

Και μέσα σε αυτή τη συν-αντοχή γεννιέται η μικρή, αθόρυβη πιθανότητα αλλαγής που εμφανίζεται

όταν κάποιος δεν είναι μόνος με αυτό που τον υπερβαίνει.

 

Η αντοχή δεν είναι η υπέρβαση του φόβου ή της θλίψης. Είναι η ικανότητα να σταθείς μέσα στη ζωή όπως είναι τώρα - με την αβεβαιότητα, με τις ρωγμές, με όσα δεν εξηγούνται εύκολα.

Και μέσα σε αυτή τη στάση, να μη χαθείς από τον εαυτό σου.

 

Το φαινομενικά αδύνατο δεν γίνεται πιο απλό επειδή το κατανοούμε. Αλλά μπορεί να γίνει κατοικήσιμο όταν το προσεγγίζουμε όχι μόνο με την ιατρική φροντίδα, αλλά και μέσα από μια ανθρώπινη παρουσία που μας επιτρέπει να το αντέξουμε μαζί.

 

Ίσως αυτό να είναι και το βαθύτερο νόημα της αντοχής:

όχι να βρούμε απαντήσεις για όλα,

αλλά να παραμείνουμε σε σχέση με τη ζωή -

ακόμη και όταν δεν μας προσφέρει όλες τις βεβαιότητες που θα επιθυμούσαμε,

ή που νιώθουμε ότι χρειαζόμαστε.

 

 

Με εκτίμηση,

Αλέξανδρος Herling

Ψυχολόγος - Ψυχοθεραπευτής

 

 

Βιβλιογραφία:

 

Barnes, A. F., Yeo, T. P., Leiby, B., Kay, A., & Winter, J. M. (2018). Pancreatic cancer–associated depression: A case report and review of the literature. Pancreas, 47(9), 1065-1077.

 

Chen, W., Chen, Y., & Xiao, H. (2022). Existential distress in cancer patients: a concept analysis. Cancer nursing, 45(2), E471-E486.

 

Dengsø, K. E., Andersen, E. W., Thomsen, T., Hansen, C. P., Christensen, B. M., Hillingsø, J., & Dalton, S. O. (2020). Increased psychological symptom burden in patients with pancreatic cancer: a population-based cohort study. Pancreatology, 20(3), 511-521.

 

Hein, M., & Bouchart, C. (2025). Impact of Depression on Mortality in Patients with Pancreatic Cancer: A Systematic Review. Current Oncology, 32(9), 511.

 

Seoud, T., Syed, A., Carleton, N., Rossi, C., Kenner, B., Quershi, H., ... & Thakkar, S. (2020). Depression before and after a diagnosis of pancreatic cancer: results from a national, population-based study. Pancreas, 49(8), 1117-1122.

 

Ενδεικτική Βιβλιογραφία:

 

Η ενδεικτική, και πολύ συνοπτική, βιβλιογραφία που ακολουθεί δεν λειτουργεί ως άμεση τεκμηρίωση των επιμέρους θέσεων του κειμένου, αλλά ως θεωρητικό και φιλοσοφικό πλαίσιο μέσα στο οποίο έχουν διαμορφωθεί ο τρόπος σκέψης μου, η κοσμοαντίληψή μου και η θεραπευτική μου στάση.

 

Bugental, J. F. (1999). Psychotherapy isn't what you think: Bringing the psychotherapeutic engagement into the living moment. Zeig Tucker & Theisen Publishers.

 

Camus, A. (2013). The myth of Sisyphus. Penguin UK.

 

Carel, H. (2016). Phenomenology of illness. Oxford University Press.

 

Frankl, V. E. (1985). Man's search for meaning. Simon and Schuster.

 

Frankl, V. E. (2020). Yes to life: In spite of everything. Beacon Press.

 

Jaspers, K. (1997). General psychopathology (Vol. 2). JHU Press.

 

Spinelli, E. (2007). Practising existential psychotherapy: The relational world. Sage.

 

Szasz, T. (1961). The myth of mental illness (Vol. 15). New York.

 

Yalom, I. D. (2020). Existential psychotherapy. Basic books.

Newsletter

Εγγραφείτε για να λαμβάνετε τα νέα του συλλόγου μας.

.

Κ.Ε.Φ.Ι. - Σύλλογος Καρκινοπαθών Εθελοντών Φίλων & Ιατρών Αθηνών

Βολανάκη 19,
11526, Αθήνα
τηλ: 210 6468222, 210 3244390
fax: 210 6468221
e-mail: info@anticancerath.gr

Created by Gravity.gr

Κ.Ε.Φ.Ι. - Σύλλογος Καρκινοπαθών Εθελοντών Φίλων & Ιατρών Αθηνών

ΚΕΦΙ Σύλλογος Καρκινοπαθών Εθελοντών Φίλων Ιατρών Αθηνών

Λουίζης Ριανκούρ 29, 5ος όροφος, 11523, Αθήνα
τηλ: 210 6468222, 210 3244390
fax: 210 6468221
e-mail: info@anticancerath.gr

Η ιστοσελίδα χρησιμοποιεί cookies για την ευκολία της περιήγησης και την ανάλυση της επισκεψιμότητας μας.
Δείτε τους ανανεωμένους όρους χρήσης για την προστασία δεδομένων και τα cookies..